- συμφερώτερος
- συμφερώτερος, α, ον,A more expedient, Arist.Top.118b32 codd. (leg. συμφορώτερος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφερώτερος — έρα, ον, Α (πιθ. γρφ. αντί συμφορώτερος) ο περισσότερο σύμφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορώτερος, συγκρ. βαθμός τού σύμφορος με επίδραση τής λ. συμφέρον] … Dictionary of Greek
συμφερώτερον — συμφερώτερος more expedient masc acc sg συμφερώτερος more expedient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερώτερα — συμφερώτερος more expedient neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερώτεραι — συμφερώτερος more expedient fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)